Ωδή ψυχής στον Αλέξη Αναστασίου

Του Βύρωνα Πολύδωρα
Έχασα έναν καλό μου φίλο. Έναν αδερφό. Τον Αλέξη Αναστασίου. Τον ακρίτα Θεσπρωτό. Τον βιγλάτορα της Μουργκάνας. Τον παραπλέοντα και περιπολούντα με ένα βαρκάκι με ιστίο στις Θεσπρωτικές ακτές, από τη Σαγιάδα, τον κόλπο της Ηγουμενίτσας μέχρι την Πλαταριά και τα Σύβοτα (του Θουκυδίδη). Μόνος του, σαν τον Τάλω της Κρήτης. Άγρυπνος, ανύστακτος, άοκνος εκείνος
να φυλάει. Μια σκοπιά, μια περιπολία ήταν η ζωή του όλη. Σαν τότε που υπηρετούσα εγώ στο Τάγμα Φιλιατών, στο ΣΓ Ηγουμενίτσας, και φύλαγα σκοπιά στο Γκελίλ, πέρα από την Πόβλα. Τότε που κατά συνείδησιν αυτοπολιτογραφήθηκα αμετάκλητα Θεσπρωτός. Τόσο πολύ αγάπησα τον τόπο και τους ανθρώπους εκεί. Ένας από αυτούς ήταν ο Αλέξης Αναστασίου. Τον γνώρισα τότε, κάπου στα Πλατάνια, στην παραλία της Ηγουμενίτσας, στο ουζερί του Κερκυραίου Ασπιώτη συγκεκριμένα. Τα είπαμε, όπως τα λέγαμε συχνά και στο ζαχαροπλαστείο του Σουτόπουλου, στην πλατεία. Πεζοπορούσαμε μέχρι τη Σελεύκεια-Ντούσκο και το Καστρί. Μιλούσαμε για την καταγωγή του μυθικού Θεσπρωτού. Ήταν Αρκάς. Ο δευτερότοκος γιος του μεγάλου βασιλιά της Αρκαδίας, του Λυκάονα, που είχε 50 γιους που διασκορπίστηκαν στα τετραπέρατα της Ελλάδας. Ένας άλλος γιος του ήταν ο Φίγαλος, ο βασιλιάς του τόπου μου, της αρχαίας Φιγαλείας στην ορεινή Ολυμπία. Το άλλο προσφιλές μας θέμα συζητήσεως ήταν τί γινόταν «μέσα». «Μέσα», ήταν το δηλωτικό της Βορείου Ηπείρου. Τί νέα είχαμε από τα σκλαβωμένα αδέρφια μας εκεί. Ένα τρίτο, το πιο μακρόσυρτο, το πιο πονεμένο ήταν η βιοπάλη μας, η ξυπολησιά των παιδικών μας χρόνων, η φτώχεια μας. Τα σπίτια μας τα φτωχικά, αλλά περήφανα, τα φιλοπρόοδα σίγουρα και γεμάτα αξιοπρέπεια και περηφάνεια. Όπως και το μέλλον μας. Το μέλλον της πατρίδας μας. Ύστερα χώρισαν οι δρόμοι μας. Όχι και τα πνεύματά μας. Το ένα καρτερούσε το άλλο. Μετά από χρόνια, πολλά χρόνια, έπεσε στα χέρια μου μια τοπική εφημερίδα (Θεσπρωτική-Ηπειρωτική), η «Τιτάνη». Όνομα οικείο και αγαπημένο. Ανήκε στη απόκρυφη κασετίνα μου των μυστικών γνώσεων. Τοπωνύμιο στο Φιλιάτι, που παρέπεμπε στη χώρα των Τιτάνων, των θεών, ημίθεων και γιγάντων πριν από το δωδεκάθεο. Και τα Τάρταρα, ο τόπος κατοικίας των Τιτάνων, στου Αχέροντα τα υπόγεια νερά βρίσκονταν. Εκεί κοντά, στη Γλυκή στο Μαργαρίτι. Ήταν η εφημερίδα (μια από τις εφημερίδες του, η άλλη ήταν η «Τόλμη») του Αλέξη. Του φίλου μου και ομοϊδεάτη μου. Του Ελληνολάτρη, του καθήμενου υπό την Δωδωναίαν Δρυν (όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης «Υπό την βασιλικήν Δρυν») και επισκοπούντα την Ήπειρον όλη. Η ματιά του και η πέννα του, θάλπος για τον αδύνατο Θεσπρωτό-Ηπειρώτη-Έλληνα. Και βέλος του Οδυσσέα (μνηστηροκτόνο) για τον αδικούντα κοτζαμπάση, πλουτοκράτη, ολιγάρχη, νεποτικό και τους μπράβους, τα τζομπανόσκυλά του. Αέτωμα και προμετωπίδα στις σελίδες των «ΑΛΕΞ(Η) ΚΕΡΑΥΝΩΝ» του, το μότο-πολεμικό σύνθημα: «Εγώ λεύτερος θα είμαι, ακόμα και αν με δέσουν με χίλιες αλυσίδες» και στην απέναντι σελίδα το παρασύνθημα: «Τη λευτεριά ή τη σκλαβιά την κουβαλά ο καθένας μέσα του». Αυτές οι επιγραφές, αυτά τα αποφθέγματα ήταν η υπογραφή του. Ο αναμμένος πυρσός της φρυκτωρίας του. Το σήμαντρό του. Ή ακόμη και ο ψίθυρος της εξομολόγησής του κάτω από το πετραχήλι του πνευματικού του, ας πούμε στο μοναστήρι της Θεοτόκου στο Γηρομέρι. Η πνοή και ο τόνος ήσαν τα στοιχεία, σαν τα δακτυλικά αποτυπώματα, της γραφής του. Είχε την ποίηση μέσα του. Μιλούσε κι έγραφε προσωδιακά. Το ηπειρωτικό δημοτικό τραγούδι της ξενιτειάς και του θανάτου, της χαράς και του θερισμού ή του τρύγου ή της μαζικής πεζοπορίας των αλειφιάτηδων στις αφιξαναχωρήσεις τους από και προς το Φιλιάτι, ήταν η αναπνοή του, η δική του σκέψη. Ένα γυμνασμένο μάτι θα έβλεπε στη μορφή τού Αλέξη όλες τις αρετές, τις ποιότητες, τα χαρακτηριστικά της ράτσας του, με εξέχοντα τον σεβασμό προς τον αδύνατο και την ανυπακοή προς τον κάθε αφέντη εκεί αποτυπωμένα. Είμαστε το ίδιο. Είναι (ήταν όμοιός μου)! Η δύναμη της ψυχής και της πέννας τού Αλέξη Αναστασίου ήταν τεράστια. Και άκαμπτη. Ο σκοπός της δράσης του, ήταν απόλυτος και αυστηρά οριοθετημένος. Τηρητής του μηνύματος του Σουλίου και του Ζαλόγγου ήταν (είμαστε) και τίποτ’ άλλο. Τώρα που ο Αλέξης ανελήφθη στους ουρανούς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι θα κατοπτεύει τα πάντα (Θεσπρωτικά, Ηπειρωτικά, Ελληνικά), από ψηλά. Σαν οξυδερκής αετός. Αυτό έκανε πάντα. Αυτό θα συνεχίσει να κάνει. Και εμείς που ζούμε ακόμη, θα τον βλέπουμε να πετά. Φθάνει να κοιτάζουμε ψηλά. Όχι σκυφτοί! Και θα τον χαιρετούμε λέγοντάς του: «καλή αντάμωση» Αλέξη!