Πέντε χρόνια χωρίς τον Ηπειρώτη Αγιορείτη μοναχό Κοσμά Παπαπέτρου (από το Γκρίμποβο Ιωαννίνων)

Είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο με τον γνωστό Αγιορείτη ενάρετο Όσιο Παΐσιο
 Ὁ π. Κοσμάς, Ἁγιορείτης μοναχός, κατά κόσμον Ανδρέας Παπαπέτρου, πού γεννήθηκε στὸ Γκρίμποβο Ἰωαννίνων, χωριό δίπλα στην παλιά ἐθνική ὁδό Ἡγουμενίτσας-Ἰωαννίνων, στὶς 10 Μαρτίου 1952, σπούδασε φιλόλογος,  ἀλλά, τελικά, ἔγινε δόκιμος στή Μονή τῆς Λαύρας, στα τέλη τοῦ 1984 καί ἐκάρη ἀρχές τοῦ 1986. Διέμεινε σέ διάφορα μέρη τοῦ Αγίου Ὅρους μέχρι τό 1994. Ἐπί δέκα ἔτη βρισκόταν στήν Κάτω Ιταλία (1994-2005). Ἐκοιμήθη στις 12.12.2010
στό κελί των Εισοδίων της Θεοτόκου, στήν Καψάλα τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἤδη ἀπὸ τὴν νεότητά του διακρινόταν γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἀνήσυχο πνεῦμα του, τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ μία ζωὴ συμβατικὴ καὶ
«συνηθισμένη». Ἔψαχνε γιὰ τὸ ἀπόλυτο, γιὰ πληρότητα ζωῆς καὶ ἐλευθερίας. Διαβάζοντας τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ γνωρίζοντας ἐνάρετους μοναχούς, πόθησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωή τους, μία ζωὴ κοντὰ στὸν Θεό, ἀπερίσπαστη, ἀσκητική, μὲ προσευχὴ καὶ ἐγκράτεια. Μέσα στὴν Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας παρέμεινε ὁ π. Κοσμᾶς ὡς μοναχός ἑνάμιση χρόνο. Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἡσυχίας, καὶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἄλλο ἑνάμιση χρόνο στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐγκαταστάθηκε τὸ 1989 στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου-Ὁσίου Θεοφίλου Μυροβλύτου στὴν ἐρημικὴ περιοχὴ τῆς Καψάλας, στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Παντοκράτορος μέσα σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ κακοπάθεια. Εἶχε ἰδιαίτερο σύνδεσμο μὲ τὸν γνωστὸ ἁγιορείτη ἐνάρετο Γέροντα Παΐσιο. Ὅταν γιά πρώτη φορά ὁ π. Κοσμᾶς εἶχε συναντήσει τὸν π. Παΐσιο, τότε αὐτός, δίχως νὰ τὸν γνωρίζει, τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ὡραῖος τόπος ποὺ εἶναι ἡ Καλαβρία π. Κοσμᾶ!». Ὁ π. Κοσμᾶς ἀπόρησε, καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε μὲ πιὸ πολὺ ζῆλο νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ νὰ μελετᾶ.Καρπὸς τῶν μελετῶν του ὑπῆρξε ἡ ἔκδοση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου μὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Γραμματικοῦ τὸ 1992 καθὼς καὶ τοῦ πρωτοτύπου κειμένου τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἠλία τοῦ Νέου (τοῦ Σικελιώτου), μὲ εἰσαγωγὴ καὶ μετάφραση στὰ νέα ἑλληνικὰ καὶ παράλληλη μετάφραση στὰ ἰταλικὰ ἀπὸ τὸν Stefano dell’ Isola, τὸ 1993. Μὲ ἐνέργειες τοῦ π. Κοσμᾶ τελέσθηκε στὶς 2.5.1993 θεία Λειτουργία στὸν παλαιὸ μικρὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Ἱέρακα τῆς Καλαβρίας ποὺ ἦταν κλειστὸς γιὰ αἰῶνες. Μετὰ ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νὰ μεταβεῖ τὸν ἑπόμενο χρόνο, φθινόπωρο τοῦ 1994, στὴν Καλαβρία ὅπου παρέμεινε γιὰ 11 συνεχόμενα χρόνια μέχρι τὸ τέλος τοῦ 2005. Ἔχοντας τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του ἐγκαταστάθηκε στὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ στὸ Μπιβόντζι. Ἀναστήλωσε τὸν ἐρειπωμένο ναὸ μὲ πολλοὺς κόπους, ζώντας σὲ συνθῆκες ἰδιαίτερα δύσκολες. Ἀναφέρει σὲ ἕνα σχετικὸ κείμενο:«Μόλις πρωτοῆρθα νὰ μείνω μέσα στὰ ἐρείπια τοῦ Μοναστηριοῦ γοητεύθηκα ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ… ἐπιθυμοῦσα ν᾿ ἀκουστοῦν ξανὰ οἱ ψαλμωδίες μας, ἡ ἑλληνικὴ λαλιά…».Ἔγραφε ἐξομολογητικά: «Θυμοῦμαι νοσταλγικὰ τὰ πρῶτα χρόνια στὸ μοναστήρι, ὅταν ἡ ἐκκλησία ἦταν ξεσκέπαστη, ὅπου φώλιαζε ὁ γκιώνης. Χωρὶς νερό, χωρὶς ἠλεκτρικό. Ὅμως ἡ χάρη τοῦ ἁγίου ἦταν ἐμφανής… Προτίμησα τὸ ρόλο τοῦ καντηλανάφτη κι ὄχι τοῦ ἱεραποστόλου. Ἐδῶ ἔζησαν πολλοὶ ἅγιοι…».