Στο σκοτεινό περιβάλλον να συναντήσουμε τη φωτεινή μορφή του Χριστού...

Του αρχιμανδρίτη π. Ιωήλ Κωνστάνταρου
Ἀδελφοί μου, ὅλοι μας, ἀρκετές φορές αἰσθανόμαστε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στό πέλαγος  καί πολλές φορές βλέπουμε τά κύματα νά εἶναι ἕτοιμα νά μᾶς καταποντίσουν. Ποικίλα προσωπικά προβλήματα, οἰκογενειακά, κοινωνικά… Ἐπίσης τό σοβαρότατο πρόβλημα τῆς ἀνεργίας πού μαστίζει τή νεολαία μας ἀλλά καί τή μέση ἡλικία, τόσα καί τόσα πού ἀντιμετωπίζουμε καθημερινῶς, καί νά προσθέσουμε τίς τόσες κατατρεγμένες ψυχές πού ἔχουν ἔρθει στήν πατρίδα μας γιά ἕνα καλύτερο μέλλον (καί ἅς μή ξεχνοῦμε ὅτι κανένας δέ φεύγει ἀπό τόν τόπο του, ὅταν ἐκεῖ περνάει
καλά…), ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα ἀκόμα, πράγματι, μᾶς κάνουν κάποιες φορές νά αἰσθανόμαστε ὅτι «τό τέλος ἐγγύς». Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό «σκοτεινό περιβάλλον» θά πρέπει μέσω τῆς ζωντανῆς πίστεως, νά διακρίνουμε τή φωτεινή μορφή τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἀκοῦμε  τήν γλυκιά του Παντοκρατορικῆ φωνή νά μᾶς λέει: «Θαρσεῖτε, Ἐγώ εἰμί, μή φοβεῖσθε». Καί μόνο ἡ φράση αὐτή γεμίζει τήν ὕπαρξή μας εἰρήνη καί εὐλογία. Καί πῶς θά μποροῦσε νά συμβαίνει διαφορετικά; Ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἡ «Εἰρήνη ἡμῶν», πῶς εἶναι δυνατόν νά μή γεμίζουμε θάρρος; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀφήνουμε τίς ἀμφιβολίες νά ταράζουν τήν ψυχική μας γαλήνη καί κατ’ ἐπέκταση νά μεταδίδουμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, δυστυχῶς, στό περιβάλλον μας τή σύγχυση καί τήν ταραχή; Ὅταν αἰσθανόμαστε τόν Ἰησοῦ μπροστά μας, τότε μποροῦμε νά βαδίσουμε ἐντελῶς ἄφοβα ἐπάνω στά κύματα τῶν δυσκολιῶν καί τῶν ἀντιξοοτήτων.
Πάντως δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο το γεγονός ὅτι ὁ Πέτρος ἄρχισε στή συνέχεια νά φοβᾶται καί νά καταποντίζεται ὅταν ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τό βλέμμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο θά πρέπει νά ξεκινοῦμε ὀ,τιδήποτε μέ πίστη καί μέ ζῆλο, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά δείχνουμε καρτερία ἕως τέλους, ἔστω κι ἄν βλέπουμε τήν ἀπόσταση μεγάλη καί ὁ δρόμος μας δείχνει ὅτι θά εἶναι μακρύς…
Ἡ ἀμφιβολία, ἡ ταραχή τῶν λογισμῶν, ἡ ἔλλειψη καρτερίας καί ἐμμονῆς στόν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητας, ἀποδεικνύει ὀλιγοπιστία, μέ ὅλα τα ἀρνητικά της ἐπακόλουθα. Αὐτό ἀκριβῶς ἄκουσε ὁ Πέτρος ἀπό τόν ἴδιο τό Διδάσκαλο ὅταν «ἔκραξε, Κύριε σῶσον με». Ὁ ἐλεγκτικός αὐτός λόγος τοῦ Κυρίου «Ὀλιγόπιστε! Εἰς τί ἐδίστασας;», προσφέροντάς του ταυτοχρόνως τό πανάχραντο χέρι του γιά νά τόν σώσει, δέν ἀπευθυνόταν μόνο στόν θερμόαιμο μαθητή, μέ τίς τόσες του μεταπτώσεις, ἀλλά καί στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς.
Ναί. Ἀπευθύνεται στόν καθένα μας, πού ἐνῶ ξεκινοῦμε μέ εὐλογημένες καί ἡρωικές ἀποφάσεις, κάπου στό μέσον τῆς πορείας (πάρα πολλοί οἱ λόγοι), ἀντί νά ἔχουμε τά μάτια ὁλοκληρωτικῶς  στραμμένα στόν Ἰησοῦ, κάπου παρουσιάζουμε ἕναν «πνευματικό ἀλληθωρισμό», μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνεύουμε κάποιες φορές ἀνεπανόρθωτα. Καί αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι δέν ἔχουμε φθάσει στό ἀληθές μέτρο τῆς πίστεως, τοῦ νά πιστεύουμε ὡς τά παιδία…
Εἴθε νά δώσει ὁ Δημιουργός καί Κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος κόσμου, νά φθάσουμε αὐτό τό μέτρο καί νά μένουμε πάντοτε κοντά του, ὥστε νά διαπεράσουμε τό τρικυμισμένο πέλαγος τῆς ζωῆς μας μέ βεβαιότητα, σταθερότητα καί ὁλοκληρωτική προσήλωση στήν Ἁγία του μορφή, ἐφαρμόζοντας φυσικά τίς θεῖες του καί σωστικές ἐντολές.