Όταν στη Θεσπρωτία τα παλαιά τα χρόνια θέριζαν σιτάρι με τα δρεπάνια...

Όταν τα στάχυα κιτρίνιζαν σαν το κυδώνι τότε το σιτάρι ήταν ώριμο και έπρεπε ν’ αρχίσει ο θερισμός. Παντού σιτάρια σπαρμένα υπήρχαν στη Θεσπρωτία και στο βουνό και στα χαμηλά . Όλα τα σπιτικά είχαν τα χωράφια τους μικρά ή μεγαλύτερα, για να εξασφαλίσουν το ψωμί της χρονιάς. Όλα αυτά μέχρι το 1970 περίπου. Οι θεριστάδες ετοίμαζαν τα εργαλεία του θερισμού, δρεπάνια, ακονόπετρες και παλαμαριές, ετοίμαζαν και τα δεματικά από βριζαμιά για να δέσουν τα δεμάτια. Οι άντρες με την ισκιάδα – πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι οι γυναίκες με τη μπαρμπούλα (μαντήλι) στο πρόσωπο, πρωί με τη δροσιά ξεκινούσαν για τα χωράφια τους. Εκεί έμπαιναν με τη σειρά κι έπαιρνε ο καθένας τον όργο του. Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι και στ’ αριστερό έβαζαν την παλαμαριά στα δάκτυλα, που προστάτευε το χέρι και βοηθούσε να πιάνουν μεγαλύτερες χεριές. Πρώτος άρχιζε ο πρωτεργάτης, που ήταν ο πιο καλός κι έμπειρος θεριστής της ομάδας. Προτού αρχίσει, γυρνώντας «καταηλιού», έκανε το σταυρό του λέγοντας: «Αιντε στ’ όνο­μα του Θεού! Καλοξόδιαστα και τυχερά! Τ’ χρόν’ πλειότερα! Χίλια κιλά να δώσ’ ου Θεός. Αφεντικό! (το κιλό 22 οκάδες). Αμήν! Γεια στα χέρια σας. Και δύναμη να σας δίν’ ο Θεός» απαντούσε τ’ αφεντικό. Τ’ αφεντικό κερνούσε τους θεριστάδες κι όλοι μαζί με τραγούδι άρχιζαν το θερισμό, αφήνοντας κάτω τις χεριές, που σχημάτιζαν τόσες σειρές, όσοι ήταν κι οι θεριστάδες. Ο μπακλατζής από κοντά έδενε τα δεμάτια με τον κλιτσινίκο, ξύλο λεπτό ως τριάντα πόντους, λίγο γυριστό και μυτερό στην άκρη. Καθώς η μέρα προχωρούσε, η ζέστη δυνάμωνε κι ο ιδρώ­τας έσταζε από τα πρόσωπα, ενώ τα άγανα γρατσούνιζαν τα χέρια. Όλη την ώρα ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος των δρε­πανιών πάνω στην καλαμιά. Το μεσημέρι, που η ζέστη γινόταν αφόρητη, κάθονταν όλοι στον ίσκιο κάποιου κοντινού δέντρου για να ξεκουραστούν και να φάνε το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά μαζί με το δροσερό σκορδάρι (ξίδι, σκόρδο κοπανισμένο και κρύο νερό). =άπλωναν μετά να κοιμηθούν για λίγο ώσπου να πέσει η ζέστη. Κι όταν ξυπνούσαν, αφού τρόχιζαν τα «λελέκια τους» (δρεπάνια) με το λαδάκονο, ξνάρχιζαν τη δουλειά.